άκυκλος

άκυκλος
-η, -ο
1. αυτός που δεν αποτελεί κύκλο.
2. (χημ.), «άκυκλες ενώσεις», ενώσεις του άνθρακα με μη κυκλικές αλυσίδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άκυκλος — η, ο [κύκλος] αυτός που δεν έχει κύκλο ή δεν αποτελεί κύκλο …   Dictionary of Greek

  • κετάνιο — το οργανική ένωση, άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθρακας γνωστός με τη συστηματική ονομασία δεκαεξάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cetane < cet, που έμμεσα ανάγεται στο αρχ. ελλ. κήτος, + ane, που στη χημ. ορολογία δηλώνει τους… …   Dictionary of Greek

  • κετένιο — το χημ. οργανική ένωση, άκυκλος ακόρεστος με έναν διπλό δεσμό υδρογονάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cetene < cet που έμμεσα ανάγεται στο αρχ. ελλ. κῆτος, + ene, που στη χημική ορολογία δηλώνει τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες] …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • σουβερένιο — το, Ν χημ. άκυκλος ακόρεστος υδρογονάνθρακας, που προκύπτει με την αφυδάτωση τής σουβερόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suberene < λατ. suber «φελλός» + κατάλ. ene τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”